Το ...μυστικό της επιτυχίας του απελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Ομιλία για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου
Δρόσου
Σπύρου, εκπαιδευτικού Φυσικής Αγωγής του 3ου Δημοτικού Σχολείου
Ξυλοκάστρου
(εκφωνήθηκε
στον Ι. Ναό Αγ. Βλασίου Ξυλοκάστρου, στις 25-3-2022)
Σεβαστοί πατέρες, αξιότιμοι
εκπρόσωποι των αρχών του τόπου, κυρίες και κύριοι, πολυαγαπημένα μας παιδιά,
Η 25η Μαρτίου είναι
μια διπλή γιορτή, θρησκευτική και εθνική:
Ο
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου σηματοδοτεί την αρχή της
εφαρμογής του σχεδίου του Θεού για την απελευθέρωση του ανθρώπινου
γένους από την φθορά και το θάνατο, που ολοκληρώθηκε με την Ανάσταση και
την Ανάληψη του Κυρίου μας και την ίδρυση της «καινής πολιτείας», της
Εκκλησίας, κατά την Πεντηκοστή.
Η
κήρυξη της επανάστασης του 1821 σηματοδοτεί την αρχή
της εφαρμογής του σχεδίου των Ελλήνων για την απελευθέρωση του γένους
μας από την σκλαβιά και τον εξευτελισμό, που ολοκληρώθηκε με την ανάσταση
του έθνους μας και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Τα αποτελέσματα
του οκτάχρονου αυτού αγώνα ήταν η απελευθέρωση της Πελοποννήσου, της Στερεάς
και αρκετών νησιών, που δημιούργησαν τον πυρήνα του σύγχρονου ελληνικού κράτους
και ανέδειξαν το συγκεκριμένο επαναστατικό κίνημα ως το
πρώτο επιτυχημένο, μετά από δεκάδες άλλα που καταπνίγηκαν στο αίμα.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι θα είναι πολύ χρήσιμο, μιας και
αγώνες υπάρχουν πάντα, σε εθνικό και προσωπικό επίπεδο, να βρούμε ποιο
ήταν το συστατικό της επιτυχίας αυτού του αγώνα, για να το κρατήσουμε
σαν ιερή παρακαταθήκη για το παρόν και το μέλλον μας.
Ο Κολοκοτρώνης,
στην ομιλία του προς τους νέους, στην Πνύκα, λέει: «Πρέπει να φυλάξετε την
πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα
υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.»1.
Ίσως κάνει
εντύπωση που η πίστη μπαίνει μπροστά από την πατρίδα, αλλά, τον καιρό εκείνο,
αν άλλαζες την πίστη σου, έπαυες να είσαι και Έλληνας («τούρκευες», όπως έλεγαν
χαρακτηριστικά), οπότε, χωρίς την πίστη, δεν υπηρχε και έθνος,
που να χρειάζεται μια ελεύθερη πατρίδα.
Αυτόν τον κίνδυνο
του παντελούς αφανισμού του γένους, μέσω του εξισλαμισμού, δίνει, ο
Κολοκοτρώνης, σαν την αιτία που έπιασαν τα όπλα:
«Και μερικοί
μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες
ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο
Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε
-δηλαδή, λιγόστευε- καί επτώχαινε.»2.
Εδώ, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, ενώ, όταν
μιλάμε για πίστη σε κάτι (π.χ., μια ανώτερη δύναμη ή την αθανασία
της ψυχής), εννοούμε πίστη στην ύπαρξή του, όταν μιλάμε για πίστη σε
κάποιον (σε κάποιο πρόσωπο, δηλαδή), εννοούμε την εμπιστοσύνη που
έχουμε σ’ αυτόν.
Όλα αυτά, λοιπόν, που περνούσε το γένος μας, κάτω από τον
οθωμανικό ζυγό, δοκίμαζαν, πρωτίστως, την εμπιστοσύνη του στον αληθινό
Θεό, δηλαδή την πίστη του, μιας και κάποιος θα μπορούσε να έχει όλα τα καλά,
αν την άλλαζε και γινόταν Τούρκος.
Ότι το διακύβευμα ήταν η διατήρηση της πίστης, φαίνεται
και από το γεγονός ότι, και στα επαναστατικά κινήματα
πριν το 1821, όσο και αν ψάξει κανείς δε θα βρει κάποιο που να μην
πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί3
Όμως, αυτός ο ένοπλος αγώνας δεν συνιστούσε έναν θρησκευτικό
πόλεμο, που είχε ως σκοπό την επιβολή μιας πίστης στους άλλους, αλλά, αντίθετα,
όπως φαίνεται καθαρά στον Θούριο του Ρήγα, είχε ως σκοπό την αρμονική
συνύπαρξη διαφορετικών λαών, σε ένα κράτος, που ο καθένας θα είναι ελεύθερος
να πιστεύει ο,τι θέλει, σεβόμενος και την πίστη των άλλων.
Και αυτή η πίστη, έτσι όπως εκφράστηκε από τον
Γέρο του Μοριά που έλεγε ότι «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την λευτεριά
της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω», είναι που έφερε το θαύμα!
Γιατί θαύμα είναι ο,τι ξεπερνά τους φυσικούς και
πνευματικούς νόμους και στην περίπτωση του αγώνα του ’21 συνέβησαν και τα
δύο:
Κατά πρώτον, ξεπεράστηκε ο φυσικός νόμος που θέλει να
νικά ο ισχυρότερος, σε αριθμό, εξοπλισμό και στρατιωτική εκπαίδευση, που, στην
προκειμένη περίπτωση, ήταν οι Οθωμανοί.
Κατά δεύτερον, ξεπεράστηκε ο πνευματικός νόμος, που και ο
Ίδιος ο Χριστός αναφέρει στο Ευαγγέλιο, που θέλει ένα έθνος που χωρίζεται στα
δύο να μην μπορεί να σταθεί, αφού ο λαός μας κέρδισε τον αγώνα για την
ελευθερία του, έχοντας όχι μία αλλά δύο εμφύλιες διαμάχες, κατά την διάρκειά
του!
Η πίστη-εμπιστοσύνη
στον Θεό, λοιπόν, είναι το μυστικό της επιτυχίας του αγώνα του
’21, αλλά και κάθε αγώνα, διαχρονικά.
Κι αυτό γιατί μιλάμε για πίστη σ’ έναν Θεό που, με
την Ανάστασή Του, νίκησε τον θάνατο και απάλλαξε όλους
όσους «φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας», δηλαδή όσους
από τον φόβο του θανάτου, για όλη τους τη ζωή, βρίσκονταν σε κατάσταση
δουλείας (φράση από το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα)4.
Και, πραγματικά, αν εξετάσουμε όλες τις μορφές
δουλείας και υποταγής, θα διαπιστώσουμε ότι βασίζονται στον φόβο
του θανάτου:
Ανέχομαι τον ζυγό
του κατακτητή, όσο σκληρός κι αν είναι, γιατί, αν αντιδράσω, θα χάσω το κεφάλι
μου, δηλαδή θα πεθάνω.
Ανέχομαι τα
κυκλώματα διαφθοράς και απάτης, γιατί φοβάμαι ότι, αν τα καταγγείλω, θα
θελήσουν να με βγάλουν απ' τη μέση, ίσως και οδηγώντας με στον θάνατο.
Ανέχομαι την εκμετάλλευση
στον χώρο της εργασίας μου, γιατί φοβάμαι ότι θα χάσω τη δουλειά μου και, αν τη
χάσω, δεν θα έχω να φάω και να φροντίσω την υγεία μου, οπότε μπορεί ακόμα και
να πεθάνω.
Ανέχομαι, ανέχομαι, ανέχομαι… και, προκειμένου να μην
πεθάνω, ουσιαστικά, …σταματώ να ζω!
Επιζώ, αλλά δεν ζω. Επιβιώνω, αλλά δεν βιώνω την χαρά αυτού του
θείου δώρου που λέγεται ζωή, επιβεβαιώνοντας τους στίχους του Ανδρέα Κάλβου: «Όσοι
τὸ χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αἰσθάνονται, ζυγὸν δουλείας ἂς ἔχωσι· θέλει ἀρετὴν
καὶ τόλμην ἡ ἐλευθερία.».
Όμως, να, Ευαγγελισμός! Έρχεται, σήμερα, ο
Χριστός στον κόσμο, παίρνει την άρρωστη και φοβισμένη φύση μας
και, μέσα από το Πάθος Του, την οδηγεί στην Ανάσταση, καταργώντας
τον θάνατο και τον φόβο που τον συνόδευε!
Και, πλέον, όπως λέεει ο Ιερός Χρυσόστομος, φτάνουν να αψηφούν
και να περιπαίζουν τον θάνατο, όχι μόνο νέα παλικάρια, αλλά και
ηλικιωμένοι και γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά!
Αμέτρητα τα παραδείγματα των μαρτύρων και εθνομαρτύρων
που το έκαναν αυτό και κρατούσαν ζωντανή την φλόγα της αντίστασης, στα τετρακόσια
χρόνια της σκλαβιάς, αφού αμφισβητούσαν, στην πράξη, την εξουσία του
τυρράνου, που βασιζόταν σ’ έναν φόβο, που γι’ αυτούς πλέον δεν υπήρχε.
Σ’ αυτήν την κατάσταση ελευθερίας, που βασίζεται
στην πίστη στην Ανάσταση του Χριστού και δεν είναι ελευθερία να κάνω ο,τι
θέλω (πολύ λάθος ορισμός της ελευθερίας αυτός), αλλά ελευθερία να κάνω το
σωστό, χωρίς να φοβάμαι τις συνέπειες, μας προτρέπει και ο Απόστολος Παύλος
να μείνουμε, γράφοντας: «Τη ελευθερία ουν, ή Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε,
και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε»5.
Συμπατριώτες μου, οι πρόγονοί μας κέρδισαν αγώνες,
με πολύ ισχυρότερους αντιπάλους, άντεξαν απίστευτα δύσκολες καταστάσεις
σκλαβιάς, πείνας, αρρώστιας, προσφυγιάς, κατατρεγμού, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη
στον Θεό, την οποία, όταν όλα έμοιαζαν μάταια και χαμένα, συνόψιζαν στις
φράσεις «Έχει ο Θεός!» και «Δεν θα μας αφήσει ο Θεός!».
Ξέρω ότι κάποιοι θα σκεφτούν ότι αυτά ανήκουν σε άλλες
εποχές, που η επιστήμη και η τεχνολογία δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένες, οπότε η
πίστη λειτουργούσε σαν μοναδικό μέσο ψυχολογικής άμυνας, μπροστά στο αβέβαιο ή
και παντελώς άγνωστο μέλλον, τώρα όμως θα πρέπει να εμπιστευτούμε την προηγμένη
και πολλά υποσχόμενη επιστήμη, για να πορευτούμε στον αγώνα της ζωής.
Μα, το ένα συμπληρώνει το άλλο, αφού ο μεν χώρος της
επιστήμης φανερώνει ποιοι είναι οι φυσικοί νόμοι, ο δε χώρος της πίστης
φανερώνει ποιος είναι ο …Νομοθέτης!
Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν κάποιος, που λέει ότι
εμπιστεύεται τον Νομοθέτη, να παραβλέπει τους νόμους Του;
Από την άλλη, πώς είναι δυνατόν η επιστήμη να αξιώνει την
απόλυτη εμπιστοσύνη που μόνο στον Νομοθέτη αρμόζει;
Νομίζω ότι, από τα δύο παραπάνω ερωτήματα, προκύπτει και
ο κοινός κίνδυνος που απειλεί αυτούς τους δύο χώρους, που δεν είναι άλλος από
την αλαζονεία.
Αλαζονεία της επιστήμης, όταν νομίζει ότι μπορεί να δώσει
απάντηση σε όλα, την στιγμή που δεν γνωρίζει ούτε αν αύριο θα είμαι ζωντανός ή
θα έχω πεθάνει (ας μη μιλήσουμε για «μετάνθρωπο» και «υπεράνθρωπο»), και
αλαζονεία της πίστης, όταν απαιτούμε από τον Θεό να υπερβεί τους νόμους Του,
για χάρη μας, όποτε εμείς το θελήσουμε (θυμίζω ότι, στην περίπτωση του ’21,
πήρε γύρω στους τέσσερις αιώνες για να γίνει αυτό…).
Αγαπητοί μου, οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν «Συν Αθηνά
και χείρα κίνει», δηλώνοντας ότι, αφού πρώτα στραφείς στον Θεό, θα
πρέπει να κουνήσεις και λίγο το χεράκι σου, όχι γιατί η κίνηση αυτή θα φέρει το
αποτέλεσμα, αλλά γιατί θα αποτελέσει το έμπρακτο «θέλω» μας, που περιμένει ο Θεός για να μας δώσει το «ποθούμενο».
Κλείνω, λέγοντας ότι τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων
μας είναι αιτία υπερηφάνειας, όταν βαδίζουμε στα χνάρια τους, και
αιτία ντροπής, όταν δεν το κάνουμε αυτό.
Εύχομαι σε όλους το πρώτο...
Ζήτω η ελευθερία!
Ζήτω η Ελλάδα!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. «Ο λόγος
του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα», εκδ. ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2008,
σελ. 14.
2. Όπου πριν, σελ. 12.
3. Στέφ. Ν. Θωμόπουλος:
«Ιστορία της πόλεως των Πατρών», Δ΄ έκδοση, 1999, τόμ. Β΄, σελ. 398.
4. Εβρ. β΄ 15
5. Γαλ. ε΄ 1
Ευχαριστούμε Σπύρο! Να είσαι πάντα καλά κ λαλίστατος!
ΑπάντησηΔιαγραφή