Η απομυθοποίηση της "απομυθοποίησης" του 1821: μια ομιλία για την 25η Μαρτίου
Ομιλία
για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου
Δρόσου Σπύρου, εκπαιδευτικού Φυσικής Αγωγής του 3ου
Δημοτικού Σχολείου Ξυλοκάστρου
(εκφωνήθηκε στον Ι. Ναό Αγ. Βλασίου Ξυλοκάστρου, στις
25-3-2018)
Σεβαστοί
πατέρες, αξιότιμοι εκπρόσωποι των αρχών του τόπου, κυρίες και κύριοι,
πολυαγαπημένα μας παιδιά,
λαός που ξεχνά την ιστορία του είναι καταδικασμένος να
επαναλάβει τα λάθη του και να μην επαναλάβει τα σωστά του. Αν ξεχάσω ότι
κάποιος πρόγονός μου, περνώντας από κάποιο δρόμο, έπεσε σ’ ένα λάκκο, όταν
περάσω από εκεί, θα πέσω κι εγώ μέσα. Αντίθετα, αν ξεχάσω ότι ένας πρόγονός
μου, σε κάποιον άλλο δρόμο, συνάντησε ένα δέντρο και γεύτηκε τους νόστιμους
καρπούς του, το πιθανότερο είναι να μην τους γευτώ κι εγώ, αφού, αγνοώντας την
ύπαρξη του δέντρου, μπορεί να μην ακολουθήσω ποτέ αυτόν το δρόμο.
Η 25η Μαρτίου είναι μια διπλή γιορτή: θρησκευτική και εθνική.
Ο κοινός εορτασμός δεν είναι καθόλου τυχαίος:
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου σηματοδοτεί την αρχή της εφαρμογής του σχεδίου του Θεού
για την απελευθέρωση του ανθρώπινου
γένους από την φθορά και το θάνατο, που ολοκληρώθηκε με την ανάσταση και την ανάληψη του Κυρίου μας
και την ίδρυση της «καινής
πολιτείας», της Εκκλησίας, κατά την Πεντηκοστή.
Η κήρυξη της επανάστασης του 1821 σηματοδοτεί την αρχή της εφαρμογής του σχεδίου των
Ελλήνων για την απελευθέρωση του
γένους μας από την σκλαβιά και τον εξευτελισμό, που ολοκληρώθηκε με την ανάσταση του έθνους μας και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.
Δεν θα υπήρχε, λοιπόν, καλύτερη ημέρα για να κηρυχθεί η
ελληνική επανάσταση απ’ αυτή του Ευαγγελισμού.
Τα αποτελέσματα γνωστά: η απελευθέρωση της Πελοποννήσου,
της Στερεάς και αρκετών νησιών, που δημιούργησαν τον πυρήνα του σύγχρονου
ελληνικού κράτους.
Η παράθεση των
μαχών, των επιμέρους θαυμαστών γεγονότων και των αναρίθμητων σελίδων δόξας που γράφτηκαν
ώστε να επιτευχθεί αυτό το «ποθούμενο»,
όπως ονόμαζαν οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας την απόκτηση της ελευθερίας τους, θα
απαιτούσε ατελείωτες ώρες, ή μάλλον ημέρες, μιας και αφορά έναν αγώνα που κράτησε πάνω από οκτώ ολόκληρα
χρόνια1.
Ίσως, όμως, και να μην είχε κανένα νόημα αυτή η παράθεση,
για τον εξής λόγο: Τις τελευταίες δεκαετίες, έχει υπάρξει μια έντονη και
συστηματική προσπάθεια από κάποιους αποδόμησης πολλών από τα κύρια συστατικά αυτής της εθνικής
εποποιίας και παρουσίασής τους ως μύθων, που δημιουργήθηκαν εκ των υστέρων για
να ενισχύσουν ένα φανταστικό πατριωτικό αφήγημα. Αυτή η προσπάθεια έχει φέρει
τέτοια αποτελέσματα, ώστε, πολλοί από μας, ειδικά οι νεώτεροι, όταν ακούμε
κάποιες πτυχές και γεγονότα του αγώνα, να σκεφτόμαστε: «Καλά, τώρα! … Τα ίδια
και το ίδια παραμύθια!».
Θα μου
επιτρέψετε, λοιπόν, να προχωρήσω, σε μια απομυθοποίηση της «απομυθοποίησης» του
αγώνα του 1821, κάτι που νομίζω ότι θα είναι πολύ πιο ουσιαστικό και ωφέλιμο,
μιας και η αλλοίωση της ιστορίας έχει τα
ίδια, αν όχι και χειρότερα, αποτελέσματα
από το ξέχασμά της που ανέφερα στην αρχή.
Πρώτος μύθος:
η οθωμανική διακυβέρνηση ήταν καλή στην αρχή και μόνο κατά τα τελευταία χρόνια
της σκλαβιάς έγινε δυσβάσταχτη και προκάλεσε τον ξεσηκωμό του υπόδουλου λαού.
Αφού διευκρινιστεί ότι η διακυβέρνηση αυτή ουδέποτε ήταν
ομοιόμορφη στις διάφορες κατακτημένες περιοχές, όσον αφορά τη σκληρότητά της,
πιστεύω ότι ο ικανός αριθμός των
αποτυχημένων απελευθερωτικών προσπαθειών,
ήδη από το 1595, φανερώνει ότι το γένος μας δεν συμβιβάστηκε ποτέ
με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε ποτέ να αγωνίζεται για την
ελευθερία του2.
Ακόμα
περισσότερο, η ύπαρξη αυτών των κινημάτων καταρρίπτει και ένα δεύτερο μύθο,
αυτόν που θέλει τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση (που έγινε το 1789) να «γέννησαν» το ’21, όταν, στα
χρόνια που προηγήθηκαν, το γένος δεν
παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό αναβρασμό3. Όχι ότι δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην
επανάσταση του 1821, αλλά, για να το πω πιο παραστατικά, άλλο είναι ο μαιευτήρας,
που βοηθά να γεννηθεί ένα παιδί, και άλλο η ίδια η μητέρα, που έχει γεννήσει και άλλα παιδιά, πριν γεννηθεί ο
μαιευτήρας.
Άλλος μύθος
είναι αυτός που αμφισβητεί την ημερομηνία έναρξης της επανάστασης.
Η μαρτυρία του Κολοκοτρώνη
πάνω σ’ αυτό είναι σαφέστατη: «Ήλθαν εκεί όπου ευρισκόμουν (στη Μονή Αγίας
Λαύρας), και τους έλεγα, ότι την ημέρα
του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθεί εναντίον των
Τούρκων…»4.
Βέβαια, οι ανυπόμονοι Μανιάτες άρχισαν λίγο νωρίτερα (17
Μαρτίου) και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε
επίσημα στην Πάτρα -που ήταν και η έδρα του, ως επισκόπου- την έναρξη της επανάστασης στις 25 Μαρτίου5.
Είχε προηγηθεί, όμως, στις 21 Μαρτίου, δεύτερη σύσκεψη στην Αγία Λαύρα, όπου δεν αποφασίστηκε
-αυτό είχε γίνει στην πρώτη σύσκεψη που αναφέρει ο Κολοκοτρώνης- αλλά κηρύχθηκε
η επανάσταση και τότε, μετά τη λειτουργία, υψώθηκε
για πρώτη φορά το λάβαρο (που -θυμίζω- είναι εκκλησιαστικό λάβαρο, που απεικονίζει την Κοίμηση της Θεοτόκου) από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, κατά
παραχώρηση του τοπικού επισκόπου Προκόπιου, που έδωσε το προβάδισμα στον
Γερμανό, αναγνωρίζοντάς τον σαν ηγετική φυσιογνωμία6,7.
Με άλλα λόγια, όπως λέει και ο λαός μας, «δεν είναι
Γιάννης, είναι Γιαννάκης», αφού τον υψηλό
τους συμβολισμό για την έναρξη της
επανάστασης διατηρούν τόσο η ημέρα του Ευαγγελισμού, όσο και η Μονή της Αγίας
Λαύρας.
Άλλος μύθος
αφορά τα κίνητρα της επανάστασης, που θεωρεί ότι ήταν καθαρά ταξικά και όχι εθνικοθρησκευτικά,
δηλαδή, πιο απλά, ότι ήταν ένας ξεσηκωμός των πεινασμένων κατά των χορτάτων.
Ας ακούσουμε, όμως, ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε
τότε και ποιος ήταν ο διαφαινόμενος κίνδυνος που ανάγκασε τους Έλληνες να
πάρουν τα όπλα και να ξεσηκωθούν, από το στόμα του ίδιου του Κολοκοτρώνη, στην
ομιλία του προς τους νέους στην Πνύκα: «Και μερικοί μην υποφέροντες την
τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν
αυτοί, άφηναν την πίστη τους και
εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και τοιουτοτρόπως
κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.»8.
Είναι κάτι παραπάνω από φανερό, λοιπόν, με βάση τα
παραπάνω λόγια του Γέρου του Μοριά, ότι ο
κίνδυνος αφανισμού του ελληνικού έθνους, μέσω του εξισλαμισμού, ήταν αυτό που οδήγησε το λαό μας στο «ως εδώ
και μη παρέκει» και στον ένοπλο αγώνα. Επίσης, ότι όποιος πεινούσε, έφτανε να
αλλάξει την πίστη του και τότε θα είχε …όλα τα καλά!
Το σημαντικότερο είναι ότι, στα ίδια λόγια, φαίνεται και
το γεγονός ότι η ορθόδοξη πίστη και ο ελληνισμός
ήταν έννοιες ταυτόσημες9.
Από τη στιγμή που έχανες την πίστη σου, έπαυες να είσαι
και Έλληνας, κάτι που μαρτυρείται και από την αδιάψευστη έκφραση της λαϊκής συνείδησης, που δεν είναι άλλη από τα
παραδοσιακά δημοτικά μας τραγούδια. Έτσι, σε ένα από αυτά, και καθώς οδηγούν
τον Αθανάσιο Διάκο στον πασά, αναφέρονται τα εξής:
«Κι ο Ομέρ Βρυώνης
μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
"Γίνεσαι
Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’
αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις";
Κι εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίβει το μουστάκι:
"Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ Γραικός
γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω”.».
Μετά από τα παραπάνω, και όσον αφορά όχι μόνο τα κίνητρα της επανάστασης αλλά και την ιεράρχησή τους, νομίζω ότι δεν
επιδέχονται καμιά παρερμηνεία τα λεγόμενα -και πάλι προς τους νέους- από τον
Κολοκοτρώνη: «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι,
όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα
υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος.»10.
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμα: δεν ήταν «πεινασμένος» ο
Μακρυγιάννης, αλλά μεγαλέμπορος με δραστηριότητα σε όλη την Ευρώπη. Δεν ήταν
«πεινασμένες» η Μπουμπουλίνα, η Μαντώ Μαυρογένους και τόσοι άλλοι καραβοκύρηδες
(εφοπλιστές θα τους χαρακτηρίζαμε σήμερα) της εποχής εκείνης. Ούτε ήταν
«πεινασμένος» ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (μπέης ήτανε, καθώς δηλώνει και το
προσωνύμιό του, και «περνούσε σαν μπέης», κατά τη χαρακτηριστική λαϊκή ρήση). Πεινασμένοι
κατάντησαν πολλοί απ’ αυτούς μετά τον αγώνα κι αυτό είναι και
μια απάντηση σε όσους θέλουν να προσδώσουν στα κίνητρά τους την οποιαδήποτε
απώτερη ιδιοτέλεια, με το επιχείρημα ότι δήθεν είχαν προβλέψει την υπέρ των
επαναστατών έκβαση του αγώνα.
Κλείνω τον περί ταξικών κινήτρων μύθο και πάλι με λόγια
του Κολοκοτρώνη: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, … …ως μία βροχή
έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της
ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι
και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι
εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.»11.
Επόμενος και
πολύ σημαντικός μύθος είναι αυτός που θέλει την Ορθόδοξη Εκκλησία όχι απλά να
μη συμμετέχει αλλά και να εναντιώνεται στον απελευθερωτικό αγώνα του γένους και
τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ να είναι προδότης.
Κατ’ αρχήν, ο μύθος αυτός είναι και λανθασμένα
διατυπωμένος γιατί, αν σκεφτούμε ότι μέλη της Εκκλησίας είναι όλοι οι
βαπτισμένοι στο όνομα της Αγίας Τριάδας, τότε η Εκκλησία είναι αυτή που έκανε
την επανάσταση! Όχι ότι δεν υπήρξαν και ελάχιστες περιπτώσεις, ακόμα και
Τούρκων μουσουλμάνων, που πολέμησαν πλάι στους χριστιανούς αγωνιστές, αλλά
αυτές οι εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν την παραπάνω πραγματικότητα. Η ύπαρξη,
εξ άλλου, των λαϊκών νεομαρτύρων, καθ’ όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς, των
δυναμικότερων και συνεπέστερων αντιστασιακών (αφού, με την καθοδήγηση και
ενθάρρυνση των ιερέων-πνευματικών τους, αψηφούσαν στην πράξη την εξουσία του κατακτητή, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι
ασυναγώνιστος), έπαιξε τεράστιο ρόλο στη διατήρηση του ηθικού του υπόδουλου γένους.
Οπότε, τον παραπάνω μύθο τον εξετάζουμε με τον όρο
«Εκκλησία» να παραπέμπει στους κληρικούς
όλων των βαθμίδων και ιδιαίτερα τον ανώτερο κλήρο.
Στα επαναστατικά κινήματα πριν το 1821, όσο και αν ψάξει κανείς δε θα βρει κάποιο που να μην πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού
και Μοναχοί12. Η θυσία όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί στη σωστή της
διάσταση, μόνο αν υπολογίσει κανείς ότι, σαν κληρικοί, απολάμβαναν προνόμια από την οθωμανική διοίκηση!
Τώρα, για τη συμμετοχή του ράσου στη συγκεκριμένη επανάσταση του 1821 παραθέτω, ενδεικτικά και μόνο, κάποιες πηγές:
α) Επιστολή-απάντηση
του Παλαιών Πατρών Γερμανού προς
φίλο του στη Ζάκυνθο, που τον παρότρυνε στις παραμονές του κινήματος να
εγκαταλείψει το ποίμνιό του και να καταφύγει στα μη τουρκοκρατούμενα Επτάνησα:
«Φίλε, άλλοτε δεν θέλω να ακούσω ούτε από σε ούτε από
άλλον τοιαύτας παρακινήσεις, ούτε δι εμέ ούτε δι' άλλον. Ηξεύρεις, τί διά μέσου
σου μοι έγραψεν ο πατριάρχης (ο Γρηγόριος ο Ε΄), ότι ημείς προ πάντων πρέπει να μιμηθώμεν τον Κύριον ημών
Ιησούν Χριστόν και ημείς να δώσωμεν το παράδειγμα να αποθάνωμεν υπέρ
πίστεως και πατρίδος. Ο πατριάρχης
απεφάσισε να θυσιασθή εις Κωνσταντινούπολιν και εγώ εδώ. Τοιαύτη είναι η
θεία βουλή και πρέπει να γίνη. Εις τον πατριάρχην προσέφεραν πλουσιοπάροχα όλα
τα μέσα να αναχωρήση, αλλ' όμως δεν εδέχθη. Έμεινε σταθερός εις την απόφασίν
του. Πρέπει να μιμηθώμεν τον Χριστόν. Τα τοιαύτα μεγάλα καλά διά μεγάλων θυσιών
αποκτώνται.»12.
Εκτός αν ισχυριστούμε, λοιπόν, ότι στην προσωπική αλληλογραφία ενός προσώπου, για
θέματα που αφορούν την ίδια του τη ζωή, χωρούν υποκρισίες και ψέματα, θα πρέπει
να παραδεχτούμε ότι οι κληρικοί, και μάλιστα με την προτροπή του πατριάρχη, ήταν καθαρά υπέρ του αγώνα.
β) Ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του από την επανάσταση
γράφει το 1858: «Οι αρχιερείς εσυγχωρούσαν εις τους ιερείς να διαβάζουν εις τας
εκκλησίας παρακλήσεις νύκτα και ημέραν προς τον Θεόν διά να ενισχύση τους
έλληνας εις τον μέλλοντα αγώνα (άρα
και πριν ακόμη αρχίσει ο αγώνας) και
εις τους πνευματικούς δε και εις τους άλλους κληρικούς εσυγχώρησαν να παρακινούν κατά την εξομολόγησίν των
τους Έλληνες εις την επανάστασιν,
και να την θεωρούν ως θρησκευτικώς συγχωρημένην (μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση
περιελάμβανε και φόνους) διότι ο Θεός όλους τους ανθρώπους έπλασεν ελευθέρους.
Τους παρεκίνουν δε οι πνευματικοί εις επανάστασιν, διότι οι Έλληνες είχαν τόσο
πολύ εξασθενήσει από την τυραννίαν, και η θρησκεία (εδώ, με την έννοια της
θρησκοληψίας) τόσον εχαύνωσεν τον απλούν όχλον, ώστε είχον τον φόβον του Άδου,
αν εσκότωναν Τούρκους, διότι επίστευον ότι ο Θεός θα τους κολάση και ότι θα
δώσωσι λογαριασμόν περί τούτου. Αλλ' ο
κλήρος τους έβγαλε από την πλάνην αυτήν, διότι έλαβε πρώτος τα όπλα. Πολλοί δε μάλιστα των αρχιερέων, ως ο
Έλους Άνθιμος, έκαμαν επίτηδες και ευχάς, τας οποίας έδιδαν εις τους ιερείς των
επαρχιών και τας εδιάβαζαν μετά την παράκλησιν»13.
Παραθέτει, μάλιστα, και απόσπασμα από μια ευχή του
Ανθίμου: «Εν τούτω (τω Σταυρώ) νικάτε, απόγονοι Ελλήνων οι χριστώνυμοι και της
Ορθοδόξου Εκκλησίας ευσεβή τέκνα, και καταβάλλετε τους αθέους Αγαρηνούς»14.
γ) Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδας, αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 Αρχιερείς, που έλαβαν
ενεργό μέρος στον αγώνα. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε΄, Κύριλλος
ΣΤ΄) και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι
κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.00015.
δ) Αφοπλιστική
είναι η μαρτυρία του Κεφαλλονίτη
κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786-1852), που θεωρούσε μη πρέπουσα την ανάμιξη του κλήρου στην
επανάσταση, και μάλιστα πιστεύει ότι έβαλε το «χεράκι» της κι η Αγγλία σ' αυτό (θεωρίες
συνομωσίας πάντα υπήρχαν) «ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν,
περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ
των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις (η
Αγγλία) εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτή ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί
Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινές εξ αυτών
οπλοφορούντες εις το στάδιον του
κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον εις την Ορθόδοξον
Εκκλησίαν...»16.
Να λοιπόν, από κάποιον που θεωρεί αποτρόπαια όλα αυτά και
θα ήθελε πολύ να μην είναι αλήθεια,
η πιο αδιάσειστη μαρτυρία, όχι μόνον για τη συμμετοχή στη Φιλική Εταιρεία του
Γρηγορίου του Ε΄ (που αμφισβητείται από ορισμένους) και πολλών άλλων κληρικών,
αλλά και για την ένοπλη συμμετοχή τους στον Αγώνα.
ε) Όσον αφορά τον περίφημο αφορισμό από το Γρηγόριο Ε΄
της επανάστασης, που έγινε μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η κατάπνιξη της
επανάστασης πριν καλά-καλά αρχίσει: στις 3 Αυγούστου του 1864 ο Ρήγας
Παλαμήδης, πολιτικός από τα χρόνια του Αγώνα, δήλωσε ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων ότι εκείνο το δραματικό βράδυ του
αφορισμού ο Πατριάρχης τού ζήτησε να μεταφέρει τα αφοριστικά έγγραφα στον Μωριά
και να δηλώσει στους αρχιερείς και
τους οπλαρχηγούς πως πήρε αυτήν την
απόφαση «ένεκα της αναποδράστου ανάγκης να σώση το έθνος από της
επικειμένης σφαγής, ρίπτων
τοιουτοτρόπως στάκτην εις τα όμματα των
τυράννων»17.
στ) Φυσικά και υπήρχαν περιπτώσεις κληρικών, όπως και
λαϊκών, που ήταν αντίθετοι στον Αγώνα. Αυτές όμως οι εξαιρέσεις απλά
επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Δεν μπορεί ο Γέρος του Μοριά, που είχε χάσει από
προδοσία καλόγερου κοντινά συγγενικά και αγαπημένα του πρόσωπα, να μιλάει με τα
καλύτερα λόγια για το ρόλο της Εκκλησίας στον Αγώνα και ειδικά για τον
πολυσχιδή ρόλο των μοναστηριών
(καταφύγια, κέντρα ανεφοδιασμού, χώροι πολεμικών συμβουλίων, αναρρωτήρια,
αποθήκες πυρομαχικών και όπλων), κι εγώ, ο σημερινός Έλληνας, να κάθομαι ν'
αραδιάζω ο,τι μου' ρθει στο κεφάλι γι αυτό το θέμα!
ζ) Τα κείμενα των Τούρκων
ιστορικών, που αναγνωρίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του ορθόδοξου κλήρου,
θεωρώντας καθοριστικά μοιραίο λάθος τους την παραχώρηση
άνεσης στην άσκηση του έργου της Εκκλησίας είναι τόσα πολλά, που θα μπορούσαν
από μόνα τους ν’ αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστής ομιλίας18.
Ο τελευταίος
μύθος που θ’ ασχοληθούμε είναι αυτός που θέλει το κρυφό σχολειό να είναι
…μύθος!
Κατά πρώτον, καθαρά λειτουργικές
ανάγκες, καθιστούσαν, στα χρόνια της σκλαβιάς, τον χώρο της Εκκλησίας ως
τον μόνο χώρο που μπορούσε να παρέχει παιδεία.
Λέει ο Κολοκοτρώνης στ’ απομνημονεύματά του: «Το ψαλτήρι,
το ‘κτωήχι, ο μηναίος, άλλαι προφητείαι, ήσαν τα βιβλία οπού ανέγνωσα.»19.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, αυτά είναι μερικά απ’ τα βιβλία που υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν σε κάθε ναό, αφού, χωρίς αυτά, δεν
μπορούν να γίνουν οι καθημερινές ακολουθίες της Εκκλησίας (όρθρος,
εσπερινός, κλπ.). Για τον ίδιο λόγο, απαραίτητοι ήταν και κάποιοι που να ξέρουν
τουλάχιστον ανάγνωση, για να μπορούν
ν’ αναλάβουν το ρόλο του αναγνώστη και του ψάλτη.
Κατά δεύτερον, η πολιτική που ασκούνταν από την οθωμανική
διοίκηση σ’ αυτό το θέμα διέφερε κατά τόπο και κατά χρόνο. Έτσι, άλλοτε η εκπαιδευτική δραστηριότητα της
Εκκλησίας ελάμβανε χώρα φανερά και άλλοτε οι συνθήκες επέβαλλαν να
διεξάγεται κρυφά.
Επίσημη
απαγόρευση δεν υπήρξε ποτέ. Όμως,
χαρακτηριστικά αναφέρω ότι τον 18ο αιώνα, όταν πλέον σε πολλές
ελληνικές πόλεις λειτουργούσαν δημόσια σχολεία, στο τουρκοκρατούμενο Κάιρο της
Αιγύπτου ο τοπικός Οθωμανός διοικητής έκοψε
τις γλώσσες χιλιάδων Ελλήνων, επειδή
επέμεναν να ομιλούν ελληνικά20!
Όσον αφορά την παιδεία, οι δύο πρώτοι αιώνες της σκλαβιάς
ήταν σαφώς αυστηρότεροι από τους άλλους δύο. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία
του μοναχού Ιωσήφ Βρυέννιου για την Τουρκοκρατία στη Μικρά Ασία στις αρχές του 15ου αιώνα: «…
Καίτοι δε θρησκεύειν τα πάτρια Γραικοίς επετράπη, αλλ’ η του διδάσκειν τον λαόν
ελευθερία αυτοίς κεκόλασται…», δηλαδή, αν και επετράπη
στους Έλληνες η ορθόδοξη λατρεία, όμως η εκπαίδευσή τους τιμωρούταν αυστηρά21.
Ακόμα, όμως, και
εκεί που επιτρεπόταν αυτή η εκπαίδευση, συνήθως απαγορευόταν, για ευνόητους
λόγους, η διδασκαλία μαθημάτων Ιστορίας και Εθνικής Αυτογνωσίας του Ελληνισμού.
Έτσι, παράλληλα με τη φανερή διδασκαλία, γίνονταν
και κρυφά μαθήματα.
Γράφει ο Νικόλαος Δραγούμης, το 1855, για τον πατέρα του
Μάρκο: «Ως εάν έφερε μεγαλόσταυρον εις τον λαιμόν και ταινίαν εγκάρσιον εις στο
στήθος (δηλαδή το μεγαλύτερο παράσημο), εκαυχάτο ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό του Οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων…». Και σε
άλλο σημείο: «Επειδή τα σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών (των Τούρκων) και κατέτρεχον παντοιοτρόπως, και
διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο
παντοίους επίσης τρόπους δια να αποφεύγωσιν την οργήν των. Και οσάκις συνήρχοντο εις το σχολείον, εις εξ αυτών
ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος παντού το
βλέμμα και έδιδεν προς τους άλλους την είδησην ότι έβλεπεν Οθωμανόν ερχόμενον
μακρόθεν (κοινώς, «κράταγε τσίλιες»!)
…»22.
Αγαπητοί μου συμπατριώτες,
ζήσαμε, εμείς και τα παιδιά μας, με αυτούς τους μύθους
της δήθεν απομυθοποίησης του αγώνα του ’21, τις τελευταίες δεκαετίες, και φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε τώρα.
Και τώρα, όπως και τότε, Ευαγγελισμός.
Και τώρα, όπως και τότε, σκλαβιά. Μια
σκλαβιά περίεργη (οικονομικού τύπου την χαρακτηρίζουν πολλοί).
Και τώρα, όπως και τότε, προηγήθηκε η
εσωτερική σκλαβιά της εξωτερικής και υπήρξε η κύρια αιτία της.
Και τώρα, όπως και τότε, η Εκκλησία μάς
καλεί σε επανάσταση κατά των βαρβάρων που απειλούν το γένος μας με αφανισμό.
Και, όχι, δεν είναι αυτοί οι βάρβαροι οι προκλητικοί γειτονικοί λαοί, ούτε οι
δανειστές μας, ούτε τα μνημόνια, ούτε οι πολιτικοί μας.
Και τώρα, όπως και τότε, αυτοί οι
βάρβαροι είναι μέσα μας και δεν είναι άλλοι από τα πάθη μας: Το ψέμα, η κλεψιά, το κυνήγι του εύκολου -πλην
παράνομου- κέρδους, η απάτη, ο φθόνος για την προκοπή του διπλανού μου, η
διχόνοια, η κακία, η έλλειψη αγάπης (κυρίως αυτό), η αδιαφορία για το κοινό
καλό, η ενασχόληση με ο,τι άρρωστο και διεφθαρμένο, η περιφρόνηση της αρετής,
και τόσα άλλα …
Και τώρα, όπως και τότε, ας είναι η γιορτή του Ευαγγελισμού η αφορμή για την κήρυξη από μέρους μας αυτής της μόνης πραγματικής επανάστασης. Της επανάστασης που θα με κάνει να
μην κλέβω, όχι γιατί δεν μπορώ να
κλέψω, αλλά γιατί δεν θέλω να κλέψω.
Της επανάστασης που δε χρησιμοποιεί βία,
παρά μόνο εναντίον του κακού εαυτού μου, που έχει μόνο νικητές και καταπολεμά στη
ρίζα τους τη διαφθορά, την κοινωνική αδικία και όλα όσα ταλανίζουν το
δημόσιο βίο.
Και τώρα, όπως και τότε, η Εκκλησία
είναι αυτή που δείχνει το δρόμο προς την
ανάσταση του γένους μας, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο του σταυρού -εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.
Και τώρα, όπως και τότε, ήρωες δεν είναι αυτοί που δεν έχουν πάθη, αλλά αυτοί που τα νικούν για χάρη ενός ανώτερου
σκοπού. Όπως θα καταλάβατε, για μένα, οι μεγαλύτεροι ήρωες είναι οι
απελευθερωμένοι από τα πάθη άγιοι (και είχαν πολλά στοιχεία αγιότητας οι αγωνιστές του ’21). Τέτοιος φιλοδοξώ να
γίνω, με τη βοήθεια του Θεού, και το ίδιο ελπίζω και για εσάς.
Τέλος, και τώρα, όπως και τότε, θέλω η ευχή με την οποία θα κλείσω το λόγο μου
να ηχήσει στ’ αυτιά σας με διπλή
σημασία:
Έλληνες! Καλή Ανάσταση!
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Τελευταία
μάχη, στην Πέτρα της Βοιωτίας, στις 12 Σεπτέμβρη του 1829.
2. «ΡΑΣΟ ΚΑΙ ’21:
όταν η άγνοια και η κακία παραποιούν την αλήθεια», άρθρο του π. Γεώργιου
Μεταλληνού στο Περιοδικό ΤΟΛΜΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004, σελ. 23.
3. Όπου πριν.
4. Κολοκοτρώνη
«Απομνημονεύματα», εκδ. Βαλέτα, σελ. 98.
5. Γράφει ο
γνωστός για την αυστηρότητά του έναντι των Ελλήνων Γ. Φίνλεϋ για τα γενόμενα
στην Πάτρα από τον Γερμανό: «Την επομένη το πρωί (σ.σ. 25 Μαρτίου) έγινε
λειτουργία από τον αρχιεπίσκοπο και όλοι οι Έλληνες που συγκεντρωθήκανε,
ορκίστηκαν να απελευθερώσουν τη χώρα τους από τους Τούρκους ή να πεθάνουν στον
Αγώνα». («Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. Κόσμος, 1954, σελ. 224.)
6. «Η Επανάσταση
του 1821 και οι αμφισβητητές της», άρθρο του Σαράντου Καργάκου στο Περιοδικό
ΤΟΛΜΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004, σελ. 31.
7. Ο Th. Gordon,
Άγγλος φιλέλληνας, γράφει για την Αγία Λαύρα: «Τελικά, ύψωσαν τη σημαία του
Σταυρού και στις 21 Μαρτίου 1821 κυρίευσαν τα Καλάβρυτα, …». («Ιστορία της
Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. Μπάυρον, τόμ. Α΄, σελ. 78.)
8. «Ο λόγος του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα», εκδ. ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2008,
σελ. 12.
9. Σκόπιμα δεν αναφέρω
απλά «χριστιανική πίστη» αλλά «ορθόδοξη πίστη». Κι αυτό γιατί ακόμα και η απλή
απόκλιση από το ορθόδοξο δόγμα, οδηγούσε σε ανθελληνικές ενέργειες, αυτούς που
την ακολουθούσαν. Τραγικό παράδειγμα και μαύρη σελίδα στην ιστορία της
Ελληνικής Καθολικής Εκκλησίας, είναι η στάση των πιστών της, που αριθμούσαν
αρκετές χιλιάδες σε κάποια κυκλαδίτικα νησιά, κατά την επανάσταση. Γράφει ο Σ.
Τρικούπης: «Η υπέρ της ελευθερίας φωνή αντήχησε καθ' όλας τάς Κυκλάδας και
πολλάς τών Σποράδων. Μόναι αί καρδίαι των του δυτικού δόγματος Ελλήνων
έκώφευσαν. Έφάνη κατά τήν περίπτωσιν ταύτην υπό τήν μορφήν του δόγματος τούτου
όλη η άσχημοσύνη του φανατισμού προτιμήσαντος τήν ήμισέληνον του σταυρού και
τήν δουλείαν της ελευθερίας... … Εξαιρουμένων δέ πολλά ολίγων φανέντων αληθών
Ελλήνων έπί του αγώνος, οι λοιποί και αντείπαν και άντέπραξαν φανερά και
κρυφίως, και σχέσεις έλαβον μυστικάς προς τούς εχθρούς του Έθνους, και χαράν
μεγάλην ασυστόλως έδειξαν έπί ταις άποτυχίαις τών ομογενών (π.χ. όταν έμαθαν
τήν καταστροφή και τις σφαγές της Χίου έχόρευαν από τή χαρά τους!)...». (Πηγή: https://proskynitis.blogspot.gr/2012/07/21_26.html )
10. «Ο λόγος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα», εκδ.
ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, 2008, σελ. 14.
11. Όπου πριν, σελ. 13.
12. Ενδεικτικά αναφέρω: Απελευθερωτικές προσπάθειες
αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου. Επαναστατικές
προσπάθειες μητροπολίτου Τυρνόβου Διονυσίου Ράλλη (1595-1598). Εξεγέρσεις
μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 και 1611). Εξέγερση μητροπολίτου
Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704). Ενέργειες
μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικού χώρου (1716).
Εξέγερση Ευθυμίου Παπαβλαχάβα στη Θεσσαλία (1808), κλπ. («ΡΑΣΟ ΚΑΙ ’21: όταν η
άγνοια και η κακία παραποιούν την αλήθεια», άρθρο του π. Γεώργιου Μεταλληνού
στο Περιοδικό ΤΟΛΜΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2004, σελ. 23.)
12. Στέφ. Ν. Θωμόπουλος: «Ιστορία της πόλεως των Πατρών»,
Δ΄ έκδοση, 1999, τόμ. Β΄, σελ. 398.
13, Φωτάκος: "Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής
Επαναστάσεως", 1858, σ. 53.
14. Όπου πριν, σελ. 54.
15. Έρευνα Π. Γεωργαντζή: «Οι Αρχιερείς και το
Εικοσιένα», Ξάνθη 1985.
16. «ΡΑΣΟ ΚΑΙ ’21: όταν η άγνοια και η κακία παραποιούν
την αλήθεια», άρθρο του π. Γεώργιου Μεταλληνού στο Περιοδικό ΤΟΛΜΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ
2004, σελ. 26.
17. Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, Συνεδρίασις 290
της 3ης Αυγούστου 1864, σελ. 252-253. Τη δήλωση αυτή του Παλαμήδη είχαν
βεβαιώσει σε ανύποπτο χρόνο, 12 έτη πριν, με μαρτυρία τους που δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα «Αιών», δύο αυτόπτες μάρτυρες, ο Παναγιώτης Σούτσος και ο
Γεώργιος Μαυροκορδάτος, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μάλιστα
ο Σούτσος μεταφέρει και τα ίδια τα λόγια του Πατριάρχη, όπως τα άκουσε από τον
Παλαμήδη: «Εξεδώκαμεν αφορισμόν κατά του ενόπλου γένους φοβούμενοι την σφαγήν
τού άλλου αόπλου γένους. Πορεύεσθε εις την Πελοπόννησον και αναγγείλατε εις τον
Παλαιών Πατρών και τους άλλους ιεράρχας, ότι η ευλογία μου επί τα έργα των
χειρών του ελληνικού λαού. Πολεμήτε τον Αγαρηνόν» (Εφημερίδα "Αιών",
24 Μαΐου 1852, φ.1260.)
18. Εκτενής αναφορά στο θέμα γίνεται στο βιβλίο του
Νικηφόρου Μοσχόπουλου «Πως είδαν οι Τούρκοι Ιστοριογράφοι την Ελληνική
Επανάσταση», Αθήνα 2003.
19. Γεωργίου Τερτσέτη: «Θεόδωρου Κολοκοτρώνη:
Απομνημονεύματα», εκδ. ΒΕΡΓΙΝΑ, Φεβρουάριος 2002, σελ. 65.
20. Αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος αυτού υπήρξε ο ιατρός
και λόγιος Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης, ο οποίος και το καταγράφει στο βιβλίο
του «Τα μετά την Άλωσιν» («Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι μύθος, αλλά
πραγματικότητα», άρθρο του Κωνσταντίνου Χολέβα στο Περιοδικό ΤΟΛΜΗ, ΑΠΡΙΛΙΟΣ
2004, σελ. 38.)
21. Κ. Άμαντος: «Σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων», Αθήναι
1955, Προσθήκαι και διορθώσεις, 117 σημ.3.
22. Νικόλαος Δραγούμης, στο περιοδικό «Πανδώρα», τεύχος
Ιανουαρίου 1855.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου